- σταλαμίδα
- ηυδρορρόη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σταλαμίδα — η, Ν 1. στάλα, σταλαγματιά 2. στον πληθ. οι σταλαμίδες α) το νερό τής βροχής όπως στάζει από τη στέγη β) η υδρορρόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαμός + επίθημα ίδα (πρβλ. σταθμ ίδα)] … Dictionary of Greek